- υποχόντριος
- -α, -ο, Νβλ. υποχόνδριος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υποχόντριος — υποχόντριος, α, ο και υποχόνδριος, α, ο 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τους πλευρικούς χόντρους. 2. υποχοντριακός (βλ. λ.). 3. (ιατρ.), το ουδ. ως ουσ., υποχόντριο καθεμιά από τις δύο πλάγιες μοίρες της επιγάστριας χώρας που βρίσκονται κάτω από… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υποχονδριάζω — και υποχοντριάζω Ν [υποχόνδριος / υποχόντριος] γίνομαι υποχονδριακός … Dictionary of Greek
υποχονδριακός — ή, ό / ὑποχονδριακός, ή, όν, ΝΜΑ, και υποχοντριακός Ν [ὑποχόνδριος / ὑποχόντριος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υποχόνδριο νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υποχονδρία («υποχονδριακές εκδηλώσεις») 2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει… … Dictionary of Greek
υποχόνδριος — α, ο / ὑποχόνδριος, ον, ΝΜΑ, και υποχόντριος Ν 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τους πλευρικούς χόνδρους 2. το ουδ. ως ουσ. το υποχόνδριο ανατ. καθένα από τα δύο πλάγια τμήματα τής άνω κοιλίας που βρίσκονται κάτω από το σύστοιχο πλευρικό τόξο… … Dictionary of Greek
υποχοντριακός, -ή — και ιά, ό 1. αυτός που πάσχει από υποχοντρία, υποχόντριος. 2. δύστροπος, δύσκολος, στριμμένος, ακοινώνητος, μισάνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)